μορτίτης

μορτίτης
ο (Μ μορτίτης)
γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος τής εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οπλ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Мортиты — (μορτίτης, в новогреч. έμοριάρης, έπίμορτος) так назывались в Византийской империи крестьяне, арендовавшие земли с уплатой владельцу десятой части урожая. Название М. происходит от слова μορτη, которым еще в Древней Греции обозначалась арендная… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ημισυμερίτης — ἡμισυμερίτης, ο (Μ) ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)] …   Dictionary of Greek

  • μορτιτικός — ή, ό [μορτίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μορτίτη, στον κολλήγα, ή στην επίμορτη καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”